- παμμελής
- -ής,-ές A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 7,16in all kinds of melodies; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
παμμελής — παμμελής, ές (Α) 1. μελωδικότατος («ἐν αἴνοις καὶ παμμελέσιν ὕμνοις εὐχαριστοῡντες τῷ θεῷ», ΠΔ) 2. αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, ακέραιος («παμμελῆ ἱερεῑα», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μελής (< μέλος)] … Dictionary of Greek
παμμελῆ — παμμελής in all kinds of melodies neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παμμελής in all kinds of melodies masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παμμελής in all kinds of melodies masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμμελέσιν — παμμελής in all kinds of melodies masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
παμμελεί — (Α) επίρρ. με κάθε μελωδία, μελωδικότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παμμελής + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. μηδαμ εί)] … Dictionary of Greek
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek